ἀνυστός

ἀνυστός
ἀνῠ-στός, όν,
A to be accomplished, practicable,

οὔκ ἐστ' ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν E.Heracl.961

, cf. D.Chr.12.34;

τί γὰρ μερόπεσσιν ἀ.; Opp.H.2.4

: neut., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], like ὡς δυνατόν, ὡς ἀ. κάλλιστα Diog.Apoll.3;

ὡς ἀ. ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Hp. Nat.Puer.29

; σιγῇ ὡς ἀ. as silently as possible, X.An.1.8.11;

ᾗ ἀ. μετριωτάτῳ Id.Lac.1.3

;

τὰ ἀνθρώπῳ ἀ. Arist.Fr.44

.
2 of persons, able, ready,

πρὸς λόγους Hp.Decent.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανυστός — ἀνυστός, όν (Α) [ανύω] 1. κατορθωτός 2. επιτρεπόμενος 3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» κατά το δυνατόν 4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος …   Dictionary of Greek

  • ἀνυστός — to be accomplished masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυστόν — ἀνυστός to be accomplished masc/fem acc sg ἀνυστός to be accomplished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυστοῖς — ἀνυστός to be accomplished masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυστοῦ — ἀνυστός to be accomplished masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυστούς — ἀνυστός to be accomplished masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυστά — ἀνυστός to be accomplished neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυστῶν — ἀνυστός to be accomplished masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάνυστος — εὐάνυστος, ον (Μ) αυτός που μπορεί να περαστεί ή να κατορθωθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανυστός (< ανύω, ανύτω), πρβλ. δυσ άνυστος] …   Dictionary of Greek

  • ἁνυστόν — ἀνυστόν , ἀνυστός to be accomplished masc/fem acc sg ἀνυστόν , ἀνυστός to be accomplished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήνυστος — ἀνήνυστος, ον (Α) ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ανυστός («κατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”